- συγγενώ
- -άω, Α1. βοηθώ στη γέννηση ή στην παραγωγή2. δημιουργώ κάτι μαζί με κάποιον άλλο3. παθ. συγγενῶμαι, -άομαιέρχομαι στον κόσμο, αρχίζω να υπάρχω συγχρόνως με κάποιον ή με κάτι άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + γεννῶ «φέρνω στη ζωή, δημιουργώ»].
Dictionary of Greek. 2013.